„ένοχη“: θηλυκό ένοχη [ˈenoçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schuldige Schuldigeθηλυκό | Femininum, weiblich f ένοχη ένοχη examples ένοχη εσχάτης προδοσίας Hochverräterinθηλυκό | Femininum, weiblich f ένοχη εσχάτης προδοσίας