ένθεμα
[ˈenθema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mένθεμαένθεμα
- Implantatουδέτερο | Neutrum, sächlich nένθεμα ιατρική | Medizinιατρένθεμα ιατρική | Medizinιατρ
examples
- ένθεμα σιλικόνηςSilikonimplantatουδέτερο | Neutrum, sächlich n