„ένδοξος“ ένδοξος [ˈenðoksos], ένδοξη, ένδοξοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ruhmreich ruhmreichθηλυκό | Femininum, weiblich f ένδοξος ένδοξος