έμφραξη
[ˈemfraksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Embolieθηλυκό | Femininum, weiblich fέμφραξη ιατρική | Medizinιατρέμφραξη ιατρική | Medizinιατρ
examples
- έμφραξη σύνθετης ρητίνηςKunststofffüllungθηλυκό | Femininum, weiblich f