έμπειρος
[ˈembiros], έμπειρη, έμπειροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erfahren (σε in+δοτική | +Dativ +dat)έμπειροςέμπειρος
examples
- έμπειρο μάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich nKennerblickαρσενικό | Maskulinum, männlich m