„έμβασμα“: ουδέτερο έμβασμα [ˈemvazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überweisung (Bank-)Überweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f έμβασμα έμβασμα