έλκος
[ˈelkos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geschwürουδέτερο | Neutrum, sächlich nέλκοςέλκος
examples
- έλκος στομάχουMagengeschwürουδέτερο | Neutrum, sächlich n