έλκηθρο
[ˈelkjiθro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schlittenαρσενικό | Maskulinum, männlich mέλκηθροέλκηθρο
examples
- έλκηθρο σκύλωνHundeschlittenαρσενικό | Maskulinum, männlich m