έκφυλος
[ˈekfilos], έκφυλη, έκφυλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- degeneriertέκφυλοςέκφυλος
- perversέκφυλος σεξουαλικάέκφυλος σεξουαλικά
Thank you for your feedback!