„έκσταση“: θηλυκό έκσταση [ˈekstasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ekstase, Rausch Ekstaseθηλυκό | Femininum, weiblich f έκσταση Rauschαρσενικό | Maskulinum, männlich m έκσταση έκσταση