έκλειψη
[ˈeklipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verschwindenουδέτερο | Neutrum, sächlich nέκλειψη εξαφάνισηέκλειψη εξαφάνιση
- Finsternisθηλυκό | Femininum, weiblich fέκλειψη αστρονομία | Astronomieαστρονέκλειψη αστρονομία | Astronomieαστρον
examples
- έκλειψη της σελήνηςMondfinsternisθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έκλειψη του ηλίουSonnenfinsternisθηλυκό | Femininum, weiblich f