„έκκριση“: θηλυκό έκκριση [ˈekrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ausscheidung Ausscheidungθηλυκό | Femininum, weiblich f έκκριση ιδρώτα έκκριση ιδρώτα