έκκληση
[ˈeklisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- κάνω έκκλησηappellieren (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)
- έκκληση αναστολής θανατικής ποινήςBegnadigungsgesuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- έκκληση για δωρεέςSpendenaufrufαρσενικό | Maskulinum, männlich m