έγκαυμα
[ˈeŋgavma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verbrennungθηλυκό | Femininum, weiblich fέγκαυμα ιατρική | Medizinιατρέγκαυμα ιατρική | Medizinιατρ
- Brandwundeθηλυκό | Femininum, weiblich fέγκαυμα πληγήέγκαυμα πληγή
examples
- ηλιακό έγκαυμαSonnenbrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- έγκαυμα κατάψυξης γαστρονομία | Kochkunst, GastronomieγαστρGefrierbrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m