άψυχος
[ˈapsixos], άψυχη, άψυχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unbeseeltάψυχος χωρίς ψυχήάψυχος χωρίς ψυχή
- leblosάψυχος χωρίς ζωήάψυχος χωρίς ζωή
- kleinmütigάψυχος άτολμος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφάψυχος άτολμος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ