„άχρωμος“ άχρωμος [ˈaxromos], άχρωμη, άχρωμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) farblos farblos άχρωμος άχρωμος