άτιμος
[ˈatimos], άτιμη, άτιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ehrlosάτιμοςάτιμος
- schändlichάτιμος επαίσχυντοςάτιμος επαίσχυντος
Thank you for your feedback!