„άστατος“ άστατος [ˈastatos], άστατη, άστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbeständig, wechselhaft unbeständig, wechselhaft άστατος ζωή, καιρός άστατος ζωή, καιρός