„άσπλαχνος“ άσπλαχνος [ˈasplaxnos], άσπλαχνη, άσπλαχνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbarmherzig unbarmherzig άσπλαχνος άσπλαχνος