„άρτιος“ άρτιος [ˈartios], άρτια, άρτιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unversehrt, gerade unversehrt άρτιος άρτιος gerade άρτιος αριθμός άρτιος αριθμός