άρση
[ˈarsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beseitigungθηλυκό | Femininum, weiblich fάρση δυσκολίαςάρση δυσκολίας
examples
- άρση βαρώνGewichthebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n