άρνηση
[ˈarnisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verneinungθηλυκό | Femininum, weiblich fάρνηση βοήθειας, παραλαβήςNegationθηλυκό | Femininum, weiblich fάρνηση βοήθειας, παραλαβήςάρνηση βοήθειας, παραλαβής
- Ablehnungθηλυκό | Femininum, weiblich fάρνηση πρότασης, προσφοράςάρνηση πρότασης, προσφοράς
- Weigerungθηλυκό | Femininum, weiblich fάρνηση κάποιου να κάνει κάτιάρνηση κάποιου να κάνει κάτι
- Leugnenουδέτερο | Neutrum, sächlich nάρνηση κατηγορίαςάρνηση κατηγορίας
examples
- άρνηση διαταγήςBefehlsverweigerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- άρνηση εισόδουEinreiseverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- άρνηση εργασίαςArbeitsverweigerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples