„άπτυχος“ άπτυχος [ˈaptixos], άπτυχη, άπτυχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) faltenlos faltenlos άπτυχος φόρεμα άπτυχος φόρεμα