άνεργος
[ˈanerɣos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, άνεργη, άνεργοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- arbeitslosάνεργοςάνεργος
άνεργος
[ˈanerɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)