άμαθος
[ˈamaθos], άμαθη, άμαθοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unerfahren (σε in+δοτική | +Dativ +dat)άμαθος άπειροςάμαθος άπειρος
- άμαθος ασυνήθιστος
Thank you for your feedback!