„άλμπατρος“: ουδέτερο άλμπατρος [ˈalbatros]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Albatros Albatrosαρσενικό | Maskulinum, männlich m άλμπατρος άλμπατρος