άγχος
[ˈaŋxos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Angstθηλυκό | Femininum, weiblich fάγχος φόβοςάγχος φόβος
- Beklemmungθηλυκό | Femininum, weiblich fάγχος στενοχώριαάγχος στενοχώρια
- Stressαρσενικό | Maskulinum, männlich mάγχος υπερέντασηHektikθηλυκό | Femininum, weiblich fάγχος υπερέντασηάγχος υπερένταση
examples
- άγχος εξετάσεωνPrüfungsangstθηλυκό | Femininum, weiblich f