άγνοια
[ˈaɣnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unwissenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fάγνοιαUnkenntnisθηλυκό | Femininum, weiblich fάγνοιαάγνοια
- Ignoranzθηλυκό | Femininum, weiblich fάγνοια αδιαφορίαάγνοια αδιαφορία