„άγγιγμα“: ουδέτερο άγγιγμα [ˈaŋgjiɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Berührung Berührungθηλυκό | Femininum, weiblich f άγγιγμα άγγιγμα