ψέμα
[ˈpsema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lügeθηλυκό | Femininum, weiblich fψέμαψέμα
examples
- ψέματα!du lügst!
-
- μου είπε ψέματα κατάμουτρα
Thank you for your feedback!