χωρώ
[xoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς/-είς; -εσα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
χωρώ
[xoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς/-είς; -εσα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hineinpassenχωρώ βρίσκω ελεύθερο χώροχωρώ βρίσκω ελεύθερο χώρο