χτύπημα
[ˈxtipima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mχτύπημαχτύπημα
examples
- χτύπημα αντεπίθεσηςRückschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- χτύπημα καράτεHandkantenschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Tiefschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples