„χολόλιθος“: αρσενικό χολόλιθος [xoˈloliθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gallenstein Gallensteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m χολόλιθος χολόλιθος