„Gallenstein“: Maskulinum, männlich GallensteinMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χολόλιθος, πέτρα στη χολή χολόλιθοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Gallenstein Medizin | ιατρικήMED Gallenstein Medizin | ιατρικήMED πέτραFemininum, weiblich | θηλυκό f στη χολή Gallenstein umgangssprachlich | οικείοumg Gallenstein umgangssprachlich | οικείοumg