χασομέρι
[xasoˈmeri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nichtstunουδέτερο | Neutrum, sächlich nχασομέρι τεμπελιάχασομέρι τεμπελιά
- Trödeleiθηλυκό | Femininum, weiblich fχασομέρι χρονοτριβήχασομέρι χρονοτριβή
- Zeitverlustαρσενικό | Maskulinum, männlich mχασομέρι χάσιμο χρόνουχασομέρι χάσιμο χρόνου