„φοβητσιάρης“: επίθετο, ως επίθετο φοβητσιάρης [foviˈtsjaris]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, φοβητσιάρα, φοβητσιάρικο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ängstlich, furchtsam ängstlich, furchtsam φοβητσιάρης φοβητσιάρης „φοβητσιάρης“: αρσενικό και θηλυκό φοβητσιάρης [foviˈtsjaris]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feigling Feiglingαρσενικό | Maskulinum, männlich m φοβητσιάρης φοβητσιάρης