„Feigling“: Maskulinum, männlich FeiglingMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φοβιτσιάρης, φοβιτσιάρα, δειλός, δειλή φοβιτσιάρηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Feigling φοβιτσιάραFemininum, weiblich | θηλυκό f Feigling δειλόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Feigling δειλήFemininum, weiblich | θηλυκό f Feigling Feigling