φθινοπωριάτικος
[fθinopoˈrjatikos], φθινοπωριάτικη, φθινοπωριάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, φθινοπωρινός [fθinoporiˈnos], φθινοπωρινή, φθινοπωρινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- herbstlich, Herbst-φθινοπωριάτικοςφθινοπωριάτικος
examples
- φθινοπωρινά φύλλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplHerbstlaubουδέτερο | Neutrum, sächlich nφθινοπωρινά φύλλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- φθινοπωρινά χρώματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplHerbstfarbenπληθυντικός | Plural plφθινοπωρινά χρώματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- φθινοπωρινός κρόκοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHerbstzeitloseθηλυκό | Femininum, weiblich fφθινοπωρινός κρόκοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- hide examplesshow examples