φαρμακερός
[farmakjeˈros], φαρμακερή, φαρμακερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- giftig, Gift-φαρμακερός λόγιαφαρμακερός λόγια
- schneidendφαρμακερός κρύοφαρμακερός κρύο