φανός
[faˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Laterneθηλυκό | Femininum, weiblich fφανός φανάριφανός φανάρι
- Scheinwerferαρσενικό | Maskulinum, männlich mφανός αυτοκίνητο | Autoαυτοκφανός αυτοκίνητο | Autoαυτοκ