„Laterne“: Femininum, weiblich LaterneFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φανάρι, λάμπα, λάμπα του δρόμου φανάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Laterne λάμπαFemininum, weiblich | θηλυκό f Laterne Laterne λάμπαFemininum, weiblich | θηλυκό f του δρόμου Laterne Straßenlaterne Laterne Straßenlaterne