φέτα
[ˈfeta]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Scheibeθηλυκό | Femininum, weiblich fφέτα κομμάτιSchnitteθηλυκό | Femininum, weiblich fφέτα κομμάτιφέτα κομμάτι
- Schafskäseαρσενικό | Maskulinum, männlich mφέτα είδος τυριούφέτα είδος τυριού
examples
-
- κόβω σε φέτες
- φέτα λεμονιούZitronenscheibeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples