„φάρδος“: ουδέτερο φάρδος [ˈfarðos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Breite Breiteθηλυκό | Femininum, weiblich f φάρδος φάρδος examples πόσο φάρδος έχει; wie breit ist es? πόσο φάρδος έχει;