Breite
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- φάρδοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBreiteBreite
- πλάτοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBreite Geometrie | γεωμετρίαGEOMBreite Geometrie | γεωμετρίαGEOM
- ευρύτηταFemininum, weiblich | θηλυκό fBreite in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigBreite in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
- γεωγραφικό πλάτοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBreite Geografie | γεωγραφίαGEOGBreite Geografie | γεωγραφίαGEOG