υποδεικνύω
[ipoðiˈknio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έδειξα; -οδείχθηκα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hinweisen (αιτιατική | Akkusativakk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)υποδεικνύωυποδεικνύω
- vorschlagenυποδεικνύω προτείνωυποδεικνύω προτείνω
- ratenυποδεικνύω συμβουλεύωυποδεικνύω συμβουλεύω