„vorschlagen“: transitives Verb vorschlagentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προτείνω . υποδεικνύω προτείνω (jemandem etwas κάτι σε κάποιον). υποδεικνύω vorschlagen vorschlagen