υπερασπίζω
[iperasˈpizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> υπερασπίζομαι [iperasˈpizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verteidigenυπερασπίζω νομικός όρος | Rechtswesenνομυπερασπίζω νομικός όρος | Rechtswesenνομ