verteidigen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- υπερασπίζω, υπερασπίζομαιverteidigen auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURverteidigen auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR
verteidigen
reflexives Verb | αυτοπαθές ρήμα v/rOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- sich verteidigenυπερασπίζομαι τον εαυτό μου (gegen κατά+Genitiv | +γενική +gen)
- sich verteidigen sich wehren
- sich verteidigen Rechtswesen | νομικός όροςJUR