υπαινικτικός
[ipeniktiˈkos], υπαινικτική, υπαινικτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nuancenreichυπαινικτικόςυπαινικτικός
examples
- υπαινικτική συμπεριφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fAnzüglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f