„Anzüglichkeit“: Femininum, weiblich AnzüglichkeitFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υπαινικτική συμπεριφορά υπαινικτική συμπεριφοράFemininum, weiblich | θηλυκό f Anzüglichkeit Anzüglichkeit